κακῶς

κακῶς
+ D 4-0-3-0-8=15 Ex 22,27; Lv 19,14; 20,9(bis); Is 8,21
wrong 3 Mc 1,14; ill 4 Mc 12,14; fierce 3 Mc 1,16
ἄρχοντας τοῦ λαοῦ σου οὐ κακῶς ἐρεῖς you shall not curse the leaders of your people Ex 22,27; οὐ κακῶς ἐρεῖς κωφόν you shall not revile the deaf Lv 19,14; κακῶς ὀμόσαντες they swear falsely Wis 14,29; ὅτι κακῶς ἐφρόνησαν for they contemned, for they despised Wis 14,30; ἵνα μὴ ἀγνοοῦντες δι᾽ ὃ κακῶς πάσχουσιν ἀπόλωνται lest they should perish not knowing why they had suffered or had been afflicted Wis 18,19; ὅτι κακῶς ἐλάλησεν περὶ τὰ ἅγιά σου for they spoke blasphemously against your sanctuary 1 Mc 7,42; κακῶς ἐστιν ὑμῖν it is evil with you Jer 7,9; τὸ κακῶς ἔχον that which is sick, the sick (of sheep) Ez 34,4
Cf. WEVERS 1990 355(Ex 22,27)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακῶς — κακός bad adverbial κακόω maltreat pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακώς — κακός bad masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκως — κακόω maltreat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σὺ δὲ ταῦτα αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας. — См. Что ты посеял, то и жни …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • ORIGENES — auctor Ecclesiasticus, Alexandrinus, fil. Leonidae martyris, sub Severo: discipulus Clementis Alexandr. vide infra, cui successit. Mortuô patre, in summa rerum inopia, bonis videlicet fisco addictis, feminae cuiusdam opulentae munificentiâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • κακηγκάκως — (Α, Μ κακεγκάκως και κακιγκάκως) επίρρ. κακήν κακώς, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προήλθε από εκφράσεις που λέγονταν αρχικά μόνο για θηλυκά, π.χ. τὴν ἐξολόθρευσε, κακήν (οὖσαν), κακῶς] …   Dictionary of Greek

  • κακοσύστατος — κακοσύστατος, ον (Α) αυτός που έχει συσταθεί κακώς, που έχει διαμορφωθεί ελλιπώς σε ένα όλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + συνίστημι] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”